- βαρύφθογγος
- βᾰρύφθογγος, -ον1 with deep voice
σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης I. 6.34
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης I. 6.34
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαρύφθογγος — βαρύφθογγος, ον (Α) 1. αυτός που βγάζει βαρύ, δυνατά ήχο 2. «βαρύφθογγοι αὐλοί» με βαρείς, χαμηλούς φθόγγους … Dictionary of Greek
βαρύφθογγος — loud roaring masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύφθογγον — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem acc sg βαρύφθογγος loud roaring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφθόγγοιο — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφθόγγοις — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφθόγγου — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφθόγγους — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφθόγγων — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύφθογγα — βαρύφθογγος loud roaring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύφθογγοι — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφθογγος — ἄφθογγος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος 2. άφατος, άρρητος 3. «ἄφθογγος ἄγγελος» ο πυρσός, η δάδα 4. «ἄφθογγα γράμματα» τα άηχα, τα άφωνα γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθογγος < φθόγγος, φθογγή (πρβλ. βαρύφθογγος, εύφθογγος, καλλίφθογγος] … Dictionary of Greek